- σημάντρια
- και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα -τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.